προώσεως

προώσεως
προώσεω̆ς , πρόωσις
pushing forward
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρόωση — η / πρόωσις, ώσεως, ΝΜΑ, και συνηρ. τ. πιθ. στον Ησύχ. πρῶσις Α [προωθῶ] η ώθηση προς τα εμπρός, προώθηση νεοελλ. 1. ιατρ. τάση συνεχούς επιταχύνσεως τού βήματος προς τα εμπρός κατά τη βάδιση, σαν να ακολουθεί ο άρρωστος, τρέχοντας, το κέντρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”